σαπωγενίνη

σαπωγενίνη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι σαπωγενίνες
τάξη οργανικών ενώσεων που απαντούν σε πολλά φυτικά είδη ως παράγωγα τών στεροειδών ή τριτερπενοειδών ομάδων με την μορφή τών γλυκοζιτών τους, δηλαδή τών σαπωνινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sapogenin < saponine (βλ. λ. σαπωνίνη) + -gen-in (< -γενής < γένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”